- σακχαρόπηκτος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτοα) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρηςβ) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύ-πηκτος). Η λ., στον πληθ. σακχαρόπηκτα, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
Dictionary of Greek. 2013.